χρωμοξυλογραφία

χρωμοξυλογραφία
η, Ν
1. η τέχνη τής έγχρωμης εκτύπωσης εικόνων που έχουν χαραχθεί σε ξύλινες πλάκες
2. έγχρωμη ξυλογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + ξυλογραφία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”